- γεραιόφλοιος
- γεραιό-φλοιος, mit alter, runzlicher Rinde
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
γεραιόφλοιος — γεραιόφλοιος, ον (Α) (για δέντρο) με γέρικο φλοιό, γεμάτο ρυτίδες … Dictionary of Greek
γεραιόφλοια — γεραιόφλοιος with old neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φλοιός — Με τον όρο αυτό χαρακτηρίζεται το εξωτερικό περίβλημα του κορμού ή των κλαδιών του δέντρου, το περίβλημα των καρπών, το εξωτερικό στρώμα της γήινης σφαίρας, η φαιά ουσία που περιβάλλει τα ημισφαίρια του εγκεφάλου, η εξωτερική στιβάδα των… … Dictionary of Greek